- Ἀντιμενίδας
- Ἀντιμενίδᾱς , Ἀντιμενίδαςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αντιμενίδας — (τέλη 7ου αι. π.Χ.) Αδελφός του ποιητή Αλκαίου, μαζί με τον οποίο πρωτοστάτησε στους αγώνες εναντίον της τυραννίας. Εξόριστος, όπως φαίνεται, υπηρέτησε ως μισθοφόρος στον βαβυλωνιακό στρατό … Dictionary of Greek
Ἀντιμενίδης — Ἀντιμενίδας masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντιμενίδα — Ἀντιμενίδᾱ , Ἀντιμενίδας masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντιμενίδαν — Ἀντιμενίδᾱν , Ἀντιμενίδας masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)